-
1 πάνοπλος
πᾰνοπλ-ος, ον,A in full armour, with all harness on, Tyrt. l.c. (- ίοισι codd. vett.);στρατός A.Th.59
; (lyr.), cf. 671 (lyr.); τεύχη πάνοπλά τ' ἀμφιβλήματα suits of full armour, ib. 779; νικᾶν πάνοπλον in the heavy-armed contest, POxy.1110.6 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάνοπλος
См. также в других словарях:
πάνοπλος — η, ο / πάνοπλος, ον, ΝΜΑ οπλισμένος με όλα τα όπλα του, αυτός που έχει όλο τον απαραίτητο οπλισμό για μια μάχη («πάνοπλος Ἀργείων στρατός», Αισχύλ.) νεοελλ. μτφ. ο άριστα προετοιμασμένος για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης ή μιας περίστασης, ο… … Dictionary of Greek